- νύσσοντα
- νύσσωtouch with a sharp pointpres part act neut nom/voc/acc plνύσσωtouch with a sharp pointpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρεατόμυγα — Κοινή ονομασία των μελών της οικογένειας calliphoridae. Πρόκειται για βραχύκερα δίπτερα έντομα, το σώμα των οποίων είναι επενδεδυμένο με μακριές άκαμπτες τρίχες, ενώ παρουσιάζει συχνά ζωηρές μεταλλικές αποχρώσεις, όπως στις γαλάζιες κ. του γένους … Dictionary of Greek
τραύμα — (Ιατρ.) Πρόσφατη κάκωση του δέρματος και των υποκείμενων ιστών εξαιτίας μηχανικής βίας σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Eπιφανειακά είναι τα τ. που αφορούν μόνο το δέρμα και τον υποδόριο ιστό, βαθιά ή σύνθετα αυτά που φτάνουν μέχρι τους… … Dictionary of Greek
χειρονόμος — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. αυτός που συνηθίζει να κάνει χειρονομίες 2. ζωολ. γένος μικρόσωμων δίπτερων εντόμων που μοιάζουν με κουνούπια αλλά δεν έχουν νύσσοντα όργανα, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας χειρονομίδες αρχ. δάσκαλος τής παντομίμας. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… … Dictionary of Greek